προσαναρρηγνύς

προσαναρρηγνύς
προσαναρρηγνύ̱ς , προσαναρρήγνυμι
lacerate in addition
pres part act masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσαναρρήγνυμι — και προσαναρρηννύω Α 1. διαρρηγνύω, ξεσχίζω κάτι επί πλέον 2. μτφ. αφήνω να εκδηλωθεί, να ξεσπάσει κάτι («προσαναρρηγνὺς τὰς ἀδίκους», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναρρήγνυμι «ανοίγω, σχίζω, κάνω κάποιον να ξεσπάσει»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”